Για ακόμη μία φορά, ο Αναπληρωτής Υπουργός Αθλητισμού, Γιάννης Βρούτσης, αναφέρθηκε στο θέμα της παραχώρησης του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας (ΣΕΦ) στον Ολυμπιακό. Ωστόσο, οι δηλώσεις του δεν είχαν τίποτα νέο, παρά μόνο μια επαναλαμβανόμενη ρητορική, που πλέον δημιουργεί έντονα ερωτήματα για την καθυστέρηση της συμφωνίας.
Στην τοποθέτησή του στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων, ο Βρούτσης επανέλαβε πως το ΣΕΦ «πρέπει να δοθεί και θα δοθεί» στον Ολυμπιακό, όπως έγινε με το ΟΑΚΑ και τον Παναθηναϊκό. Παρόλα αυτά, η διαδικασία παραμένει στάσιμη, ενώ στο παρασκήνιο φαίνεται πως υπάρχουν πιέσεις και συμφέροντα που εμποδίζουν την ολοκλήρωση της συμφωνίας. Την ίδια ώρα γινόμαστε ξανά μάρτυρες προβλημάτων στο Φαληρικό στάδιο, αφού για ακόμα μια φορά το ΣΕΦ πλημμύρισε λόγω της χθεσινής βροχής.
Οι δηλώσεις Βρούτση για το ΣΕΦ
– «Εμείς λέμε ξεκάθαρα ότι το ΣΕΦ πρέπει να δοθεί και θα δοθεί στον Ολυμπιακό, όπως δώσαμε και το ΟΑΚΑ στον Παναθηναϊκό. Με τον ίδιο τρόπο, με κανόνες και πλαίσιο», ανέφερε αρχικά ο Βρούτσης.
– «Είμαστε στη διαδικασία διαλόγου και εξέλιξης για να το οριστικοποιήσουμε», τόνισε, αφήνοντας όμως ασάφεια σχετικά με το πότε και πώς θα ολοκληρωθεί η παραχώρηση.
– «Όσον αφορά στους εργαζόμενους, ισχύει ό,τι έχω πει: δεν θίγεται κανένα εργασιακό και ασφαλιστικό δικαίωμα», πρόσθεσε, προσπαθώντας να διασκεδάσει τις ανησυχίες των υπαλλήλων του ΣΕΦ.
– «Η σχετική νομοθετική πράξη θα έρθει όταν ανοίξει το οριστικό παραχωρητήριο», υποστήριξε, αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων καθυστερήσεων.
Πολιτικά παιχνίδια πίσω από την καθυστέρηση;
Η παραχώρηση του ΣΕΦ στον Ολυμπιακό φαίνεται πως «κολλάει» σε παρασκηνιακές πιέσεις και συμφέροντα, που δεν επιθυμούν την πλήρη αξιοποίηση του χώρου από τους Πειραιώτες. Η στάση του Βρούτση και της κυβέρνησης θυμίζει εμπόδια και αναβολές, αντίστοιχες με αυτές που είχαν καθυστερήσει και άλλες αθλητικές συμφωνίες στο παρελθόν.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο κόσμος του Ολυμπιακού απαιτεί ξεκάθαρες απαντήσεις και πράξεις, όχι γενικόλογες υποσχέσεις. Το ζήτημα του ΣΕΦ πρέπει επιτέλους να κλείσει, ώστε η ομάδα να αποκτήσει τον απόλυτο έλεγχο του «σπιτιού» της και να μπορέσει να το αξιοποιήσει στο έπακρο.